- ἔρισμα
- ἔρισμαcause of quarrelneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έρισμα — ἔρισμα, τὸ (Α) [ερίζω] αιτία, αφορμή φιλονεικίας … Dictionary of Greek
ἐρίσμασιν — ἔρισμα cause of quarrel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίσματα — ἔρισμα cause of quarrel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)